παρωνυμια

παρωνυμια
    παρωνυμία
    παρ-ωνῠμία
    ἥ
    1) прозвище Plut.
    2) Plut. = παρονομασία См. παρονομασια

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "παρωνυμια" в других словарях:

  • παρωνυμία — παρωνυμίᾱ , παρωνυμία by name fem nom/voc/acc dual παρωνυμίᾱ , παρωνυμία by name fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρωνυμίᾳ — παρωνυμίᾱͅ , παρωνυμία by name fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρωνυμία — παρωνυμία, η και παρωνύμιο, το 1. (γραμμ.), παραγωγή ενός ονόματος από άλλο. 2. πρόσθετο όνομα, αλλιώς παρατσούκλι, παρανόμι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παρωνυμία — η, ΝΜΑ [παρώνυμος] παρωνύμιο, πρόσθετο σκωπτικό όνομα νεοελλ. γραμμ. παραγωγή ονόματος από άλλο όνομα αρχ. 1. μεταβολή ονόματος με λογοπαίγνιο 2. εναλλακτική ονομασία …   Dictionary of Greek

  • παρωνυμίας — παρωνυμίᾱς , παρωνυμία by name fem acc pl παρωνυμίᾱς , παρωνυμία by name fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρωνυμίαι — παρωνυμίᾱͅ , παρωνυμία by name fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρωνυμίαν — παρωνυμίᾱν , παρωνυμία by name fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρωνυμιῶν — παρωνυμία by name fem gen pl παρωνυμιάζω call by a derived name fut part act masc voc sg παρωνυμιάζω call by a derived name fut part act neut nom/voc/acc sg παρωνυμιάζω call by a derived name fut part act masc nom sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρωνυμίαις — παρωνυμία by name fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρωνυμίην — παρωνυμία by name fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλέκτωρ — (I) (Α ἀλέκτωρ) κόκορας, πετεινός αρχ. 1. μτφ. για τον αυλό ή τους σαλπιγκτές 2. στη Μυκηναϊκή η λέξη μαρτυρείται έμμεσα με το όνομα Ἀλέκτωρ* (για άλλες σημασίες τής λέξεως βλ. αλέκτωρ II, III). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ἀλέκτωρ «κόκορας, πετεινός»… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»